PARACHARAXIMA Pecunia — Cassiano Collat. 1. c. 20. 21. et 22. pecunia est adulterina et falsâ cusione formata. Ita enim is c. 20. sive cum paracharaximis nos conatur illudere. Et c. 21. Paracharaximo scilicet nomismate, dum in illo veri Regis imaginem veneratur, parum… … Hofmann J. Lexicon universale
παρασφραγίζω — Α 1. μέσ. παρασφραγίζομαι θέτω τη σφραγίδα μου πάνω σε κάτι 2. (κατά τον Ησύχ.) «παρακόπτω, παραχαράττω, κιβδηλεύω, παραποιῶ» και «παραποιήσασθαι παρασφραγῑσαι» 3. (κατά τον Μοίρ.) «παρασημαίνεσθαι ἀττικοί, ἕλληνες παρασφραγίζεσθαι» … Dictionary of Greek
παραχαράσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Ν μτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῑον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ. β. «παραχάραξε την αλήθεια») νεοελλ. απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι… … Dictionary of Greek
ԹԵՐԱԳՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0806 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ն. παραχαράττω, σσω perperam signo παραγράφω proscribo, rejicio Թերի եւ թիւր գրել. խարդախել, կամակորել զգիրս. եւ Ի բաց տարագրել. *Ոչ եթէ դուք պարագրեցէք զայդ, այլ թերագրեցէ՛ք. Աթ. ՟Ը:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)